- κατεντυγχάνω
- κατεντυγχάνω (AM)υποβάλλω σε έναν ανώτερο ή σε άρχοντα τα παράπονά μου εναντίον κάποιου, κατηγορώ κάποιον, μιλώ εναντίον κάποιουαρχ.ζητώ συνέντευξη με κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἐν-ῶπα «ενώπιον» (< ἐν + ὤψ «όψη»)].
Dictionary of Greek. 2013.